Μια φορά και έναν καιρό, σε μια χώρα μακρινή, ζούσε ένας πρίγκιπας μικρός μα χωρίς παλάτι. Σαν άστρο ήταν φωτεινός, μα η καρδιά του κρύα. Δεν είχε γύρω του αυλικούς να ακούει κολακείες και ήταν τόσο μόνος, κανέναν δεν είχε να τον αγαπάει και κανέναν να αγαπήσει. Δεν υπήρχαν άνθρωποι γύρω του που να μπορούν να ακούσουν, ότι μέσα του είχε.
Γι` αυτό και αυτός αποφάσισε ένα τρανό ταξίδι. Σε μιαν άλλη χώρα να χαθεί, να ψάξει για παλάτι. Να βρει ανθρώπους να ακούν και την καρδιά του να ζεστάνει. Μέρες πολλές ταξίδεψε και έλιωσε τις σόλες τον παπουτσιών του αλλά τελικά τα κατάφερε και αντάμωσε κάποιους ανθρώπου σε μια μεγάλη πολιτεία. Μα ήταν χωρίς αυτιά για να μπορέσουν να τον ακούσουν , χωρίς καρδιά να μπορέσουν να νιώσουν και τα παλάτια τους ήταν σκοτεινά και κρύα.
Πάλι ξεκίνησε να πάει σε άλλη χώρα. Και είδε ανθρώπους να πονούν. Πολέμους. Δυστυχίες. Και η καρδιά του πάγωσε ακόμα πιο πολύ. Και ράγισε. Και έσπασε. Και έκανε κρότο τρομερό που τρόμαξε τους ανθρώπους και γύρισαν να δούνε τι ήταν αυτή η βροντή. Και ρωτούσαν ο ένας τον άλλο να μάθουν αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν από πού ήρθε αυτός το τρομερός ήχος.
Τότε είδαν τον πρίγκιπά κάτω. Νεκρό από ώρα. Με την μικρή του την καρδιά σπασμένη μες τη μέση. Όλοι τον πλησιάσανε και στάθηκαν μπροστά του. Τότε μόνο κατάλαβαν το κακό που κάνανε. Άρχισαν και φωνάζουν και να μπήγουν τα νύχια τους στις σάρκες τους για τιμωρία. Γιατί είχαν τα αυτιά τους κλειστά και δεν άκουγαν, την καρδιά τους αποκομμένη από το είναι τους και δεν ένιωθαν.
Ένα παιδί, μικρό, σαν άγγελος, γονάτισε και φίλησε την κρύα του καρδιά, με ένα φιλί αληθινό, που αγάπη ήταν γεμάτο. Σεισμός. Και ο πάγος της καρδιάς έσπασε και έλιωσε. Η καρδιά ζεστάθηκε, με φως πλημμύρισε, ανέβηκε ψηλά, κι άλλο, κι άλλο μέχρι που έφτασε στον ουρανό και έγινε ήλιος για να φωτίζει και να ζεσταίνει τους ανθρώπους. Και οι άνθρωποι αγκαλιαστήκαν και αγαπήθηκαν. Όρκο δώσανε πως πια άλλους πολέμους δεν θα κάνανε. Πώς θα ακούγανε, θα αγαπούσαν.
(Και έτσι έκανε ο πρίγκιπας τον ουρανό παλάτι του, τη γη βασίλειο και τους ανθρώπους αυλικούς).
Ήλιος
Τραγουδάω την ελπίδα
Όταν ήμουν παιδί ήθελα να αλλάξω τον κόσμο. Μου φαινόταν τόσο μα τόσο παράξενο που γίνονταν πόλεμοι (όλων των ειδών οι πόλεμοι), παράλογο μάλλον είναι η σωστή λέξη. Ήθελα να πάω να πιάσω τους μεγάλους και να τους ταρακουνήσω. Να τους φωνάξω πως μπορούν να μην αντιλαμβάνονται το πιο απλό πράμα, αυτό που καταλάβαινε και ένα παιδί. Ότι καταστρέφοντας και πολεμώντας τον υποτιθέμενο εχθρό κατέστρεφα και πολεμούσαν τον ίδιο τους τον εαυτό.
«Ανοησίες, κοίτα πρώτα να σώσεις τον εαυτό σου και μετά βλέπεις για τον κόσμο» μου είπαν, «θα μεγαλώσεις και, να δεις, θα αλλάξεις και εσύ μυαλά, θα ακολουθήσεις το ρεύμα»
«Όχι, εγώ θα πάω κόντρα σε αυτό»
«Δεν μπορείς, είναι τόσο δυνατό, θα σε παρασύρει»
«Κάπου θα βρω να πιαστώ» φώναξα!
Τώρα που μεγάλωσα (έτσι λένε, αλλά εγώ δεν τους πιστεύω) ακόμα θέλω να αλλάξω τον κόσμο. Δεν θέλω απλά να κάτσω και να δεχτώ τη μοίρα που μου όρισαν οι άλλοι. Εγώ θα φτιάξω τη μοίρα μου μόνη. Πρώτα με λέγανε παιδί, τώρα με λεν ρομαντική και καμιά φορά και ηλίθια. «Δεν κοιτάς τη δουλειά σου λέω εγώ, από εσένα εξαρτάτε το αν θα γίνουν καλύτερα τα πράματα. Πρέπει να καταλάβεις επιτέλους πως δεν ζούμε σε ένα δίκαιο κόσμο».
Όχι, δεν το πιστεύω ότι δεν ζούμε σε έναν δίκαιο κόσμο. Ζούμε σε ένα δίκαιο κόσμο που τον κυβερνάνε άδικοι άνθρωποι. Και προσπαθούν να κάνουν και εμάς σαν αυτούς. Να φοβάμαι τους ξένους, να μισώ τους γείτονες, να μισώ τους επαναστάτες, να μην με νοιάζει για αυτόν που είναι μακριά, να φοβάμαι τα όνειρα, να φοβάμαι την ελπίδα, να φοβάμαι τα συνθήματα στους τοίχους… Να ακολουθήσω το ρεύμα. Καμιά φορά το πετυχαίνουν αλλά όλο και κάπου βρίσκω να πιαστώ και να τους ξεφύγω π.χ. σε ένα τραγούδι ή σε μια ανάρτηση σε ένα blog, σε ένα ποίημα του Λειβαδίτη ή σε μια «κραυγή» της Γώγου… Και ξέρω πως δεν είμαι μόνη σε αυτό, υπάρχουν και άλλοι «ηλίθιοι» σαν εμένα, κάπου κοντά είναι.
«Τραγουδάω την ελπίδα που δεν έχει χρώμα, τραγουδάω εσάς τραγουδάω το αίμα που παντού στη γη είναι κόκκινο, τραγουδάω εσάς»
… Και φύγανε…
Αφιερωμένο στη Summer Dream γιατί μου θυμίζει την ιστορία της.
Μια φορά και έναν καιρό ήταν δύο ερωτευμένα συννεφάκια…
- Γλυκιά μου αγάπη τι όμορφος που είναι αυτός ο δρόμος!
- Δεν είναι απλός δρόμος. Είναι ο δρόμος που μας πάει στον δικό μας κόσμο.
- Στον δικό μας κόσμο; Τι εννοείς;
- Μιλάω για τον κόσμο που εμείς δημιουργούμε όπως τον θέλουμε.
- Ναι πραγματικά. Εκείνα που άφησα πίσω μου τι θα γίνουν;
- Μην στενοχωριέσαι μικρό μου. Εκείνα σ’ έχουν όποια στιγμή το θελήσεις.
- Μ’ έχουνε; Πώς μ’ έχουνε; Αφού η καρδιά μου, ο εαυτός μου όλος σου ανήκουν απ’ τη στιγμή που μ’ έμαθες ότι, αγαπώ σημαίνει νιώθω ελεύθερα.
- Ναι γλυκό μου. Ακριβώς αυτό. Γι’ αυτό, όσα αγαπάς και σ’ αγαπάνε, σ’ έχουνε. Επειδή το θέλεις εσύ. Εσύ και μόνο εσύ!
- Νομίζω πως ο δρόμος μας τελειώνει. Φτάσαμε κάπου;
- Ο δικός ΜΑΣ δρόμος δεν θα τελειώσει ποτέ. Εκείνο που έχει σημασία, είναι ότι είμαι μαζί σου. Και αυτό είναι ότι θέλω περισσότερο στη ζωή μου.
- Μα είναι η Γη! Όπως μου είχες πει. Χριστέ μου τι ομορφιά! Ήρθαμε εκεί που ονειρευόμουνα. Σ’ ευχαριστώ.
- Μην λες ευχαριστώ. Πάρε ότι σου δίνω γιατί το αξίζεις. Και εμένα μου αρκούν αυτά που μου δίνεις, γιατί είναι κομμάτια από τον εαυτό σου.
- Τ’ αξίζω; Μα πώς; Και όλα αυτά που έμειναν πίσω μου;
- Είναι όμως μέσα στην καρδιά σου. Δέξου μόνο αυτό, και μένα άφησε με να σ’ αγαπώ, γιατί είσαι ότι πιο όμορφο έχω.
- Τέλος πάντων. Ας μη σκέφτομαι τίποτα τώρα. Τώρα είσαι μόνο εσύ. Μόνο εσύ και εγώ.
- Κάτι ξέχασες. Εσύ, εγώ και η αγάπη ΜΑΣ. Άλλωστε είναι καλοκαίρι. Το καλοκαίρι της ζωής μας. Και ο ήλιος είναι συνέχεια από πάνω μας.
- Τι όμορφα που είναι εδώ! Ας τα γυρίσουμε λίγο. Τόσα πολλά λουλούδια. Έχει και ανεμώνες. Τ’ αγαπημένα μου λουλούδια.
- Δεν είναι απλά λουλούδια. Είναι τα ωραία που μου δίνεις. Είναι η δική ΜΑΣ ζωή. Μακριά απ’ όλους και απ’ όλα. Είναι η ίδια μας η ψυχή. Είναι αυτά που νιώθουμε.
- Μακάρι να προλάβουμε να κόψουμε κάθε λουλούδι αυτής της ζωής. Γιατί αύριο δεν θα είμαστε μαζί.
- Μην το ξαναπείς αυτό. Αυτό δεν πρόκειται να γίνει ποτέ. Μην το σκέφτεσαι. Ζήσε το σήμερα και άσε τον χρόνο να μας το δείξει.
- Και όχι άσχημες σκέψεις. Να θυμόμαστε αυτό που σου είχα πει. Θυμάσαι; Η κάθε μας καινούρια μέρα να ‘ναί μια καινούρια αρχή. Έτσι δεν θ’ αφήνουμε περιθώρια για το τέλος.
- Γι’ αυτό σ’ αγαπώ. Γιατί επιτέλους σκέφτεσαι έτσι.
- Ποτέ δεν πίστευα ότι μια τόσο χιλιοειπωμένη λέξη όπως η αγάπη να βγάζει τόσα όμορφα συναισθήματα. Μέχρι τώρα πίστευα ότι αγαπούσα γιατί έτσι έμαθα. Τώρα ξέρω ότι αγαπάω γιατί το θέλω.
- Ναι, γιατί αγάπη είναι ελευθερία. Αγάπη είναι «δίνω». Αγάπη είναι αλήθεια. Αγάπη είναι χαρά!
- Άσε με τώρα να σε καμαρώσω. Είσαι τόσο όμορφο. Και πόσο λάμπεις. Είσαι το μεγάλο μου αστέρι στον δικό μου ουρανό.
- Τα μάτια σου με βλέπουν έτσι. Και αυτή η λάμψη που βλέπεις, είναι η χαρά που βγαίνει από μέσα μου. Σε εσένα οφείλω αυτή την λάμψη. Σε εσένα και τη χαρά μου.
- Τώρα όμως κράτησε με στην αγκαλιά σου σφιχτά. Να διαλυθούν όλα τα άσχημα και να δημιουργήσουμε ότι πιο όμορφο γίνεται. Δεν μπορεί η αγάπη μας να είναι στάσιμη. Έλα να ζήσουμε τ’ όνειρο. Και να δούμε αυτός ο ύπνος τι θα μας φέρει…
- Έλα μικρό μου. Για να δούμε. Μπορεί όλα να ‘ναι ένα όνειρο…
- Να θυμάσαι ότι σ’ αγαπώ.
- Εγώ πιο πολύ. Δεν γίνεται περισσότερο.
- Μου λες αλήθεια;
- Ποτέ δεν σου είπα ψέματα. Είμαστε μαζί. Ζήσε το όνειρο. Άσε τη ζωή με την μορφή του ύπνου να κάνει αυτό που «πρέπει» να κάνει.
- Η μόνη ζωή που αξίζει τον κόπο να ζήσουμε είναι η μαγική ζωή. Και αυτό που ζούμε είναι μαγικό!
- Ναι. Κοιμήσου όμως τώρα. Προτού διαλυθεί αυτή η μαγεία…
Και κοιμήθηκαν. Ποιος ξέρει τι έβλεπαν. Ίσως το καθένα το δικό του όνειρο. Μπορεί όμως και το ίδιο. Αν προσπαθήσω να μαντέψω θα έλεγα ότι ονειρευόντουσαν λέξεις όπως: ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ. ΠΟΤΕ. ΜΑΖΙ. ΑΓΑΠΗ. ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ. ΓΕΛΙΟ. ΧΑΡΑ. Τις λέξεις της αγάπης τους. Αυτές δημιουργούσαν τα συναισθήματα τους. Αυτές και τη φυγή τους. Μπορεί ακόμη και τα όνειρα τους να συγκρούστηκαν. Ή να είδαν τελικά, ότι η ελευθερία είναι ένα ακόμη όνειρο. Για να δούμε.
Και τότε τους ξύπνησε η βροχή…
- Τι έγινε; Γιατί βρέχει; Γιατί κρυώνω τόσο πολύ; Και τα λουλούδια μας. Που είναι τα λουλούδια μας; Και το χαμόγελό σου. Που είναι το χαμόγελό που είχες μόνο για μένα; Γιατί έφυγε ο ήλιος που μας ζέσταινε;
- Μάλλον έρχεται Χειμώνας.
- Ο χειμώνας; Πες μου ότι λες ψέματα.
- Ποτέ δεν σου είπα ψέματα. Μα έκανες κάτι και με ενόχλησε.
- Μα, το μόνο που έκανα ήταν να σ’ αγαπάω πολύ και το όνειρο που δημιουργήσαμε.
- Ναι το δημιουργήσαμε. Μα ορισμένα πράγματα είναι απόλυτα.
- Αστεία λέξη, όταν θέλεις να λέγεσαι ελεύθερος. «Απόλυτο» σημαίνει φραγμός. Σημαίνει τα «κάγκελα» που άφησα πίσω μου. Και η λέξη φραγμός δεν έχει σχέση με το «νιώθω ελεύθερα». Τελικά βλέπω ότι μετατράπηκα σε δάσκαλο σου.
- Ίσως έχεις δίκιο. Μάλλον είδα αλλιώς ορισμένα πράγματα. Αυτό που λέω ότι με ενόχλησε είναι ουσιαστικά η αφορμή. Αλλά επειδή αγαπώ την δική μου ελευθερία, σέβομαι και την δική σου.
- Σίγουρα, δεν γίνεται να μην σου χρωστώ ευγνωμοσύνη, που μ’ έκανες να καταλάβω τόσο όμορφες έννοιες. Αλλά να, αυτή η ελευθερία μας ένωσε. Είναι δυνατόν πάλι αυτή να μας απομακρύνει;
- Μην νομίζεις ότι δεν στενοχωριέμαι ή ότι δεν θυμώνω με τον εαυτό μου γι’ αυτά που αποφάσισα. Αλλά φοβάμαι.
- Φοβάσαι; Με εκπλήσσεις! Τι είναι αυτό που φοβάσαι;
- Αν μείνουμε μαζί παραπάνω απ’ όσο πρέπει κινδυνεύουμε να δεθούμε και οι δύο πια, με αλυσίδες και καθήκοντα. Αυτό δεν γίνεται πάντα;
- Ναι. Το ξέρω πως έχεις δίκιο. Και βλέπω πως δεν γίνεται να πας πίσω. Αλλά ούτε εγώ να προχωρήσω μπροστά. Και η βροχή ξαναδυναμώνει.
- Σε παρακαλώ μην κλαις. Η ελευθερία μου είναι τόσο σημαντική για μένα όσο και…
- Η ελευθερία σου; Ποια ελευθερία σου; Η ελευθερία σου να μην αγαπάς πια ότι σ’ αγαπάει; Η ελευθερία σου να θέλεις να καταστρέφεις την χαρά και να προκαλείς την μοναξιά μου;
- Δεν θέλω να σου κάνω κανένα κακό. Αλλά η προσωπική ελευθερία είναι το σημαντικότερο αγαθό. Και αυτό προσπάθησα να βγάλω από μέσα σου. Και μην ξαναπείς για αγάπη. Το ότι κοιτάω την ελευθερία μου, δεν σημαίνει ότι σταμάτησα να σ’ αγαπάω.
- Με συγχωρείς που θύμωσα. Αλλά, προσπαθώ να καταλάβω και να σταματήσω τον πόνο…
- Η ελευθερία είναι μέσα μας μικρό μου. Σημασία έχει ότι κάποια στιγμή την είδες. Κι έτσι όπου κι αν βρίσκεσαι θα μπορείς να σέβεσαι περισσότερο τον εαυτό σου, ακριβώς επειδή τον άφησες να νιώσει έτσι.
- Ίσως το συνηθίσω. Το χειρότερο είναι που μ’ έμαθες να κάνω όνειρα. Εσύ μ’ έφτιαξες για να είμαστε μαζί. Μ’ έφτιαξες όμορφο, γελαστό, εγκάρδιο, γεμάτο ζωή. Μ’ έκανες καλύτερο. Κι όλα αυτά θα χαθούν.
- Τίποτα δεν θα χαθεί. Γιατί όλα τα είχες. Αλλά δεν τα έβλεπες. Και χαίρομαι που βοήθησα να τα δεις. Αυτά άλλωστε με φέρανε κοντά σου.
- Τα όνειρα ήσουν εσύ. Ναι. Θα ξαναγυρίσω εκεί που με βρήκες. Θα έχω περισσότερη σοφία, περισσότερη ωριμότητα. Θα λείπουν μόνο τα όνειρα και οι ελπίδες για τον δικό μας κόσμο.
- Θα έχεις τον εαυτό σου. Είδες τι μπορείς να νιώσεις όταν το θέλεις. Έβγαλες μια δύναμη που δεν ήξερες ότι την είχες. Και ο εαυτός μας δημιουργεί τα πιο όμορφα πράγματα. Αρκεί να το θελήσουμε. Αυτό δεν είναι ελευθερία;
- Ας είναι. Αυτή την στιγμή αισθάνομαι πολύ μόνο. Και ξέρω πως έχεις δίκιο. Έπρεπε να μ’ έβρισκες πολύ νωρίτερα. Αλλά ας μην είμαστε αχάριστοι. Πιστεύω πως γίναμε καλύτεροι, επειδή αγγίξαμε το ένα το άλλο.
- Και εγώ δεν μετάνιωσα για τίποτα. Και πάντα θα σε θυμάμαι σαν κάτι ξεχωριστό για τη ζωή μου. Και ξέρε το. Ποτέ δεν σου είπα ψέματα. Όλα ήταν αληθινά.
- Ναι. Ένα όνειρο. Με τα όμορφα και τα άσχημα. Με το γέλιο και το δάκρυ. Και με το απότομο ξύπνημα. Αυτό δεν είναι και η ζωή;
- Ναι αυτή είναι η ζωή. Αλλά όταν το ΠΡΕΠΕΙ γίνεται ΘΕΛΩ, δεν μπορείς βα κάνεις τίποτα. Θα μου λείψεις όμως πολύ.
- Αγκάλιασε με σφιχτά άλλη μια φορά και άσε με να φύγω. Με περιμένουν. Παίρνω μαζί μου την αγάπη μου για σένα και τα λουλούδια σου. Εσύ πάρε τις ανεμώνες μου και να θυμάσαι. Σ’ αγάπησα αληθινά και θα σ’ αγαπώ για πάντα.
- Έλα.
Και πήγε το καθένα στον δικό του κόσμο. Και ήταν μακριά το ένα από το άλλο. Αλλά ουσιαστικά μαζί. Γιατί αυτά που μοιράστηκαν ήταν μεγάλα.
Έλενα Σταμούλη
Εκδόσεις σκάλα.
Πολύ όμορφο βιβλιαράκι. Ελπίζω η κα Σταμούλη να μην θυμώσει με την αναδημοσίευση.
Υ.Γ. Σήμερα, διαβάζοντας για μια φορά ακόμα αυτήν την ιστορία, πρόσεξα ότι στην λέξη μοιρασιά κρύβεται μέσα η μοίρα.
Πως άδειασε έτσι η αγορά των Ποιητών;
Κάποτε έτσι μου ‘λεγε η γιαγιά- πολύ παλιά, τον κόσμο αυτόν τον κυβερνούσαν Ποιητές. Όταν μιλούσαν, ο Λόγος τους κυλούσε σαν γάργαρος ποταμός, βουτούσε βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων και έβγαινε ήλιος κόκκινος, γεμάτος μυρωδιές ανοιξιάτικες, ακόμη και καταχείμωνο και μουσική που καταλάγιαζε το κλάμα των παιδιών και την οργή των μεγάλων. Ήταν άνθρωποι σοφοί, με γνώσεις χιλιάδων ετών και ψυχή αγνή, σαν να ήταν νεογέννητοι.
Μπορεί όλων και να είναι παραμύθι. Ένα από κείνα τα παραμύθια που σκαρφίζονται οι γιαγιάδες, για να μας προφυλάξουν από τον κόσμο που τις γέμισε ρυτίδες.
Κάποτε, λέει, κυβερνούσαν τους λαούς οι Ποιητές! Και είχαν μια Σκέψη-μήτρα, μαλακή σαν κοιλιά, που γεννούσε αδιάκοπα τέτοιο Λόγο. Κι αυτός γεννούσε Λέξεις μυρωμένες, που έκαναν τους ανθρώπους πιο ανθρώπους.
Κάποτε κυβερνούσαν οι Ποιητές, αλλά τόσο παλιά, που κανείς πια δεν θυμάται. Ούτε οι ίδιοι οι Ποιητές. Ο Λόγος τους στριμώχτηκε σε μικρά βιβλιαράκια, που τα ψάχνουν μόνο μανιώδεις συλλέκτες, ελπίζοντας να τα εξαργυρώσουν σε ένα περίεργο χρηματιστήριο. Οι Ποιητές έμειναν πίσω και ο Λόγος τους, που είχε Λέξεις μυρωμένες, έπαψε να ακούγεται στην αγορά.
Τη θέση τους την πήραν κάποιοι, με σκέψη τόσο στεγνή, που κανείς δεν μπορούσε να χαράξει πάνω της μουσική και μυρωδιές. Για αυτό και ο λόγος τους ήταν άλογος, με σιδερένιες οπλές. Δεν μπορούσε να γεννήσει λέξεις, παρά αριθμούς, που χτυπούσαν σαν βόλια την ψυχή και το μυαλό των ανθρώπων και τους έκαναν λιγότερο ανθρώπους.
Έτσι, η ζωή άρχισε να μυρίζει θάνατο πριν καν γεννηθεί και τον θάνατο τον γεννούσαν άνθρωποι, που κανείς δεν θυμάται πως έγιναν υπεράνθρωποι.
Κάποιοι είπαν πως αυτούς τους υπεράνθρωπους τους γεννήσαμε εμείς, όταν πάψαμε να μαζευόμαστε στην αγορά για να ακούμε τους Ποιητές. Γιατί, λένε, ξεγελαστήκαμε με κάλπικες μουσικές και μυρωδιές πλαστικές και πάψαμε να μιλάμε με Λέξεις.
Άλλοι πάλι λένε, πως όποιος έχει ακούσει μια φορά το Λόγο, δεν μπορεί να ξεγελαστεί, παρά εύκολα ξεχωρίζει τον άλογο λόγο των υπεράνθρωπων.
-Αλλά, αν έτσι είναι, γιαγιά, γιατί είναι άδειες οι αγορές των Ποιητών; Γιατί δεν μπορούμε πια να μιλάμε με Λέξεις, παρά να ψελλίζουμε αριθμούς;
Δεν απάντησε. Έσκυψε πάνω στο παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας και του Κακού Λύκου και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του δάσους.
Έξω, μακριά, έπεφταν βόμβες. Αν σκεπαστώ με την κουβέρτα, άραγε θα γλιτώσω; Δεν πρόλαβα να ρωτήσω. Και στην αγορά δεν υπήρχαν πια Ποιητές να με βοηθήσουν…
Από μία εφημερίδα που δυστυχώς δεν υπάρχει πια «Δελτίο Θυέλλης». Ήταν από ανακυκλωμένο χαρτί και διανέμονταν δωρεάν, οι άνθρωποι δούλευαν εκεί εθελοντικά και έγραφαν για την ειρήνη, τη οικολογία, τον άνθρωπο και όλα αυτά τα ποταπά που δεν ενδιαφέρουν τους χορηγούς και αυτούς που θέλουν να διαφημιστούν κάπου.
Λυπάμαι μόνο που δεν συγκράτησα το όνομα του συγγραφέα του… ελπίζω να με συγχωρήσει.
ΓΙΑΓΙΑ
Μέρος 2ο – Γιαγιά Μαρία
Μια φορά κι έναν καιρό, όχι τα πολύ παλιά χρόνια, πάνω στον Όλυμπο, σε ένα μικρό, μεγάλο χωριό ζούσε μια σπουδαία γυναίκα. Το όνομά της ήταν Μαρία αλλά όλοι εκεί πάνω την φώναζαν Μαρίκα. Δυναμική γυναίκα, μπροστάρισσα, η ψυχή του χωριού.
Πρώτη στο χορό και το τραγούδι, πρώτη και στη δουλειά. Δεν λογάριαζε τίποτα. Μεγάλωνε τα παιδιά της και δούλευε σκληρά σαν άντρας.
Λίγο πριν φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί, της πήραν τον άντρα και τον έβαλαν φυλακή. Ήταν έγκλημα εκείνα τα χρόνια να είναι κάποιος αριστερός και μάλιστα υπολογίσιμος από τον περίγυρο του. Πέντε χρόνια μετά εκείνος γύρισε γεμάτος σημάδια στο κορμί και ένα τσουβάλι εφιάλτες φορτωμένο στην πλάτη του που δεν μπόρεσε να αφήσει μέχρι την μέρα που πέθανε.
Εκείνη βράχος, να δουλεύει, να μεγαλώνει τα παιδιά της και να προσπαθεί να γιατρέψει της πληγές του άντρα της.
Μεγάλωσαν τα παιδιά της, κάνανε τις οικογένειες τους, έφυγε και ο άντρας της και έμεινε μόνη στο πέτρινο σπιτάκι της. Ακόμα και τότε δεν σταμάτησε να δουλεύει. Στις ελιές, στα αμπέλια, στα ξύλα. Ήταν ανεξάρτητη, δεν ήθελε να γίνει βάρος σε κανέναν. Μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της μόνη της και να φροντίζει να γεμίζει με καλούδια και τα παιδιά της. Ήταν περήφανος άνθρωπος. Λεβεντιά σωστή.
Μια γνήσια Βλάχα. Με το τσεμπέρι της, την ποδιά της με τα όλα της. Έφτιαχνε την καλύτερη μπομπότα, στο πανηγύρι στο χωριό οι πίτες της έπαιρναν πάντα το πρώτο βραβείο και το γλυκό καρυδάκι που έφτιαχνε ήταν το καλύτερο που μπορεί να υπάρξει. Τραγούδησε και χόρεψε ακόμα και στο μέγαρο μουσικής, μπροστά σε κάποιους από του σπουδαιότερους ανθρώπους της χώρας.
Το σπίτι της μοσχοβολούσε τσάι του βουνού, σαλέπι και κανέλα και ήταν πάντα ανοιχτό για όλο τον κόσμο. Την αγαπούσαν όλοι, μεγάλοι, νέοι και παιδιά. Αυτήν είχε μια καλή κουβέντα για όλους και βοηθούσε τους πάντες.
Αν ζούσε σε άλλη εποχή θα ήταν η Μπουμπουλίνα. Καπετάνισσα, αρχηγός της επανάστασης. Δεν φοβόταν τίποτα, μπορούσε να παλέψει και με δέκα άντρες αν τη πρόσβαλαν ή αν την αδικούσαν. Δεν της φαινόταν, μιας και ήταν μια σταλιά αλλά η γροθιά της ήταν ατσάλι.
Ήταν ο πιο διακριτικός άνθρωπος που υπήρξε ποτέ. Δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν, δεν έγινε βάρος ποτέ σε κανέναν. Ακόμα και όταν αποφάσισε να φύγει για πάντα, τα κανόνισε έτσι ώστε να μην παιδέψει κανέναν. Έδωσε χρόνο στους δικούς της να μαζευτούν, όσο μακριά και αν ήταν. Τους προετοίμασε για την «αναχώρηση» και έτσι απλά και αθόρυβα έφυγε. Για άλλη μια φορά είχε γύρω της τα παιδιά της, τα εγγόνια της, τα δισέγγονα της και όλο τον κόσμο που τόσο πολύ την αγαπούσε. Κάποιος είπε: «Τώρα ερήμωσε το χωριό Μαρίκα, τώρα που έφυγες εσύ».
Η αλήθεια είναι ότι σε εμάς πια το χωριό μοιάζει έρημο χωρίς τη γιαγιά. Και είναι πολύ παράξενο να είμαστε στο σπίτι της και να μην είναι αυτή εκεί.
Πριν ένα χρόνο ακριβώς ήταν η πρώτη φορά που μας έκανε όλους να κλάψουμε. Και από τότε μας λείπει τόσο μα τόσο πολύ…
Ανοχή;
Το πλοίο «Αρίων», που μετέφερε ανθρωπιστική βοήθεια στην Γάζα υποχρεώθηκε από Ισραηλινά πολεμικά πλοία να επιστρέψει. Συγκεκριμένα τρία πολεμικά πλοία απείλησαν το «Αρίων» ότι αν συνεχίσει την πορεία του θα ανοίξουν πυρ εναντίον του. Μάλιστα ο καπετάνιος του κατάφερε να αποφύγει με ελιγμό τον εμβολισμό. Έγινε δηλαδή ότι και με το «Dignity», ευτυχώς χωρίς τον εμβολισμό.
Το πώς μπορεί να αποτελεί απειλή ένα πλοίο που κουβαλάει γιατρούς και φάρμακα δεν μπορώ να το καταλάβω. Αυτό που επίσης δεν καταλαβαίνω είναι η απουσία της ελληνικής κυβέρνησης. Καμία αντίδραση προς το παρών από το υπουργείο εξωτερικών. Δηλαδή αυτά τα δύο περιστατικά δεν είναι άξια λόγου;
Τώρα θα μου πείτε οι Τούρκοι αλωνίζουν στο Αιγαίο και δεν κάνουμε τίποτα, για το «Αρίων» θα κάνουμε. Βέβαια οι άνθρωποι μπορεί να θέλανε να πούνε απλά τα χαιρετίσματα στον Καραμανλή από τον κουμπάρο του, ας μην τους παρεξηγήσουμε. Έτσι και αλλιώς, σύμφωνα με την κυβέρνηση οι τουρκικές προκλήσεις είναι απλά υπερβολές των δημοσιογράφων. Άντε οι δημοσιογράφοι υπερβάλουν σχεδόν πάντα και το ξέρουμε, υπερβάλουν όμως και τα μάτια μας;
Και τέλος, να θυμάστε ότι μποϊκοτάρουμε ότι παρασκευάζεται στο Ισραήλ. Τα ξεχωρίζουμε από το barcode που αρχίζει από 729.
Υποκρισία made in Greece
Διάβαζα ένα άρθρο, «100 λόγοι να χαίρομε που είμαι Έλληνας», λοιπόν εγώ σήμερα έχω έναν λόγω να ντρέπομαι που είμαι πολίτης αυτής της χώρας. Η υποκρισία της εξωτερικής μας πολιτικής. Και αναφέρομαι στη στάση της κυβέρνησης μας απέναντι στην ένταση ανάμεσα σε Ισραήλ και Παλαιστίνη.
Πρώτα από όλα η χώρα μας δεν έχει πάρει σαφή θέση για τα γεγονότα στη Γάζα, απλά η Υπουργός εξωτερικών για να μας χαϊδέψει τα αυτιά, μιας και ξέρει ότι οι πλειοψηφία του Ελληνικού λαού τρέφει αισθήματα συμπάθειας για τους παλαιστινίους , είπε ότι καταδικάζει την πράξη του Ισραήλ. Από την άλλη όμως επιτρέπει ο ανεφοδιασμός του με πολεμικό υλικό να γίνεται από εμάς. Από το ένα λιμάνι λοιπόν φεύγουν φάρμακα και ότι μπορεί να βοηθήσει τους παλαιστίνιους να ελαφρύνουν κάπως τον πόνο τους και να περιθάλψουν τους τραυματίες τους και από το άλλο λιμάνι φεύγουν τα όπλα που θα τους σκοτώσουν. Αν δεν είναι αυτό υποκρισία τότε τι είναι!