Υπάρχει μία πρωτοχρονιά που ποτέ δεν θα ξεχάσω, όσα χρόνια και να περάσουν. Δεν συνέβη κάτι σπουδαίο αλλά για εμένα ήταν μία από τις πιο όμορφες στιγμές μου.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από τη αρχή. Ένα δροσερό βράδυ, αρχές καλοκαιριού αποφασίσαμε με μία φίλη, μετά τη δουλειά μα πάμε για μπύρα στο αγαπημένο μας μπαράκι στην πόλη, μιας και δεν υπήρχε αυτοκίνητο να πάμε παραλία. Μπαίνοντας στο μπαρ παρατήρησα πως δεν υπήρχαν και πολλές γνωστές φάτσες εκεί, η φίλη μου μόνο χαιρέτησε έναν γνωστό της που καθόταν με την παρέα του στο μπαρ. Δίπλα τους υπήρχαν δύο άδεια σκαμπό και έτσι καθίσαμε εκεί. Η Έλλη με σύστησε στον γνωστό της «Ο Θανάσης, η Μαρία». Ένα ξερό «χάρηκα» και αυτό ήταν. Δεν ήταν του τύπου μου.
Την στιγμή των συστάσεων, το ζευγάρι που ήταν η παρέα του σηκώθηκε να φύγει. Τότε πρόσεξα τον άντρα του ζευγαριού. Αυτός μάλιστα, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να είναι ο τέλειος άντρας, εμφανισιακά τουλάχιστον. Είχε όμως γυναίκα, σιγά που δεν θα είχε. Έφυγε αφήνοντας πίσω την υπέροχη μυρωδιά του και εγώ έμεινα να τον κοιτάζω καθώς έφευγε κάπως ζαλισμένη. «Μαράκι;» , ο μπάρμαν με επανέφερε στη πραγματικότητα, «Τι να σου βάλω να πιείς;»
«Μια μπύρα σε παρακαλώ, σε μεγάλο ποτήρι»
Δεν πρόλαβα να πιω δυο γουλιές από την μπύρα μου και ξαναμπήκε αυτός. «κάτι θα ξέχασε» σκέφτηκα. Ήρθε όμως και έκατσε. Χωρίς να το καταλάβουμε οι δύο παρέες έγιναν μία. Συστηθήκαμε από μόνοι μας.
«Είμαι ο Δημήτρης, εσύ;»
«Εγώ είμαι η Μαρία»
Φωτιές πετάχτηκαν στον αέρα, η ατμόσφαιρά γέμισε ηλεκτρισμό που μετά πέρασε μέσα από το κορμί μου για να με ταράξει ολόκληρη. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι και αυτός ένιωθε ακριβώς το ίδιο με εμένα.
«Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ Μαρία, πρώτη φορά έρχεσαι;»
«Μπα, συνέχεια εδώ ερχόμαστε, είναι το στέκι μας. Μάλλον εσύ δεν έρχεσαι πολύ συχνά»
«Αυτό είναι αλήθεια, βλέπεις λείπω λόγω δουλειάς, αλλά όταν είμαι στην πόλη, πάντα εδώ περνάω τα βράδια μου»
Μιλούσαμε για ώρες, χάσαμε την αίσθηση του χρόνου. Πάνω στην κουβέντα μου είπε για την κοπέλα που έφυγε μαζί της πριν. Ήταν η ξαδέρφη του, που απλά τη συνόδευε μέχρι την πιάτσα να πάρει ένα ταξί. Γελούσαμε, αγγίζαμε ο ένας τον άλλο, περνούσαμε υπέροχα. Είπαμε τα πάντα, από το πιο φαιδρό έως το πιο σπουδαίο για την ανθρωπότητα.
Εγώ τον κοιτούσα και δεν πίστευα ότι αυτός ο άνθρωπος ενδιαφέρεται για εμένα. Γιατί ήταν προφανές ότι τον ενδιέφερα, όλοι το είχαν καταλάβει, όχι μόνο εγώ. Ήταν υπέροχος. Τα μάτια του, τα χέρια του, η φωνή του. Αχ, αυτή η φωνή του, θα μπορούσα να τον ακούω με τις ώρες και να δεν είχε κάτι να μου πει θα τον έβαζα να επαναλαμβάνει το όνομα μου.
Πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε. Έπρεπε να φύγουμε. Προσφέρθηκε να με πάει σπίτι. Ήθελε να με ξανά δει αλλά έπρεπε να φύγει σε λίγες μέρες. Κανονίσαμε παρόλα αυτά να βρεθούμε μία μέρα πριν φύγει, μιας και τις άλλες μέρες είχε κάτι υποχρεώσεις.
Βρεθήκαμε σε μία μεγάλη παρέα, από την οποία μόνο αυτόν ήξερα, δηλαδή, αν το καλοσκεφτείς , ούτε αυτόν ήξερα. Ήπια με πολύ, πάρα πολύ. Η τεκίλα έρεε άφθονη στα ποτήρια και στο αίμα μας. Μέσα στη ζάλη μας ξεχάσαμε ότι δεν ήμασταν μόνοι. Άρχισε να μου χαϊδεύει τα Μαλλιά και ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενα με φίλησε με τόσο πάθος που κόντεψα να λιποθυμήσω. Η βραδιά τελείωσε μετά από λίγο. Τον αποχαιρέτησα με ένα τρυφερό φιλί. Μάλλον δεν θα τον ξαναέβλεπα. Θα επέστρεφε μετά από πολλούς μήνες. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα.
Πέρασαν οι μήνες χωρίς καμία επικοινωνία, μόνο με την γλυκιά ανάμνηση τον λίγων, αλλά τόσο έντονων στιγμών μας. Ήταν λίγες μέρες πριν την πρωτοχρονιά όταν τον είδα ξανά μπροστά μου.
Ταραχτήκαμε και οι δύο, χαιρετηθήκαμε αμήχανα. Αυτά που νιώθαμε μάλλον ήταν πιο δυνατά απ’ όσο νομίζαμε. Καθόμασταν σε διπλανές παρέες, δεν κοιτούσε ο ένας τον άλλον αλλά νοιώθαμε τόσο έντονα ο ένας την παρουσία του άλλου.
Κάποια στιγμή σηκώθηκε και ήρθε και κάθισε κοντά μου. Με κοιτούσε και έτρεμε ολόκληρος. Μου έπιασε τα χέρια.
«Συγνώμη»
«Για πιο πράγμα;»
«Που όλον αυτόν τον καιρό δεν προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί σου, αλλά έγιναν τόσα πολλά!»
«Δεν πειράζει, δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγνώμη» και προσπάθησα να σχηματίσω ένα χαμόγελο.
«Ξέρεις Μαρία, εγώ θα ήθελα πολύ να ήμαστε μαζί, αλλά οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν και είναι άδικο για εσένα.» Και όλα τα γνωστά και κοινότυπα που λένε οι άντρες. Πόσο καλό κορίτσι είμαι, ότι μου αξίζει κάτι καλύτερο και τέτοια. Εγώ όμως ποτέ δεν του ζήτησα εξηγήσεις.
Άλλα έλεγε το στόμα του και άλλα έλεγε το σώμα του. Δεν ήξερα τι από τα δύο έπρεπε να πιστέψω. Το χαμόγελο είχε παγώσει στο πρόσωπο μου και είχε αρχίσει να μουδιάζει το στόμα μου. Τα μάτια μου είχαν αρχίσει να καίνε. Φοβήθηκα ότι θα με έπαιρναν τα κλάματα. Ευτυχώς κάποιος από την παρέα μου με ρώτησε κάτι και αυτή η συζήτησε σταμάτησε εκεί.
Γύρισε στην παρέα του. Έπινε πολύ, το ίδιο και εγώ. Μετά από ώρες σηκώθηκε και έφυγε. Πέντε λεπτά αργότερα φύγαμε και εμείς. Πήγαμε στο μαγαζί που δούλευε η αδερφή μου, αλλά είχε μόλις φύγει γιατί ήταν αδιάθετη. Δεν πρόλαβα να παραγγείλω ποτό και χτύπησε το τηλέφωνο μου. Μήνυμα. Αυτός.
«Γιατί έφυγες, δεν πρόλαβα να σε χαιρετίσω και το ήθελα τόσο πολύ!!!»
Και εγώ με τη βοήθεια της τεκίλας απάντησα: «Αν το θες τόσο πολύ σε πέντε λεπτά μπορώ να είμαι εκεί για να μου πεις καληνύχτα»
«Το θέλω. Πάρα πολύ»
Σε πέντε λεπτά ήμουν εκεί και ήταν και αυτός εκεί και με περίμενε.
«Μην κάθεσαι, θα σε πάω στο σπίτι σου»
Φύγαμε.
Σταματήσαμε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μου. Με κοίταξε στα μάτια έτσι όπως δεν με έχουν ξανακοιτάξει ποτέ. Χάιδεψε το πρόσωπό μου και με φίλησε με όλοι την τρυφερότητα του έρωτα. Έτρεμα αλλά έτρεμε και αυτός. Μ’ αγκάλιασε και ψιθύρισε ότι είναι ερωτευμένος.
Την άλλη μέρα εγώ έφυγα. Πήγα στους γονείς μου. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς. Σκεφτόμουν όσα είχαν συμβεί και περίμενα την αλλαγή του χρόνου.
«5, 4, 3, 2, 1, καλή χρονιά!!!!»
Αγκαλιές, φιλιά, ευχές για ένα ευτυχισμένο χρόνο και μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία χτύπησε και το τηλέφωνό μου. Η οθόνη έγραφε «Δημήτρης». Βγήκα έξω να του μιλήσω. Καθόμουν έξω στην κρύα νύχτα και του μιλούσα.
«Τι κάνεις τώρα;» με ρώτησε
«Είμαι έξω από το σπίτι και βλέπω κάτω μακριά τα φώτα της πόλης»
«Και εγώ το ίδιο κάνω, βλέπουμε το ίδιο πράμα, είναι σαν να είμαστε μαζί, ε;»
«Ναι, σαν να είμαστε μαζί»
«Μου λείπεις , καληνύχτα»
«Καληνύχτα»
Ήμουν ευτυχισμένη και ας ήξερα….
Ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε.
Καλή χρονιά!!!!!!!!!