Μια πρωτοχρονιά


Υπάρχει μία πρωτοχρονιά που ποτέ δεν θα ξεχάσω, όσα χρόνια και να περάσουν. Δεν συνέβη κάτι σπουδαίο αλλά για εμένα ήταν μία από τις πιο όμορφες στιγμές μου.


Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από τη αρχή. Ένα δροσερό βράδυ, αρχές καλοκαιριού αποφασίσαμε με μία φίλη, μετά τη δουλειά μα πάμε για μπύρα στο αγαπημένο μας μπαράκι στην πόλη, μιας και δεν υπήρχε αυτοκίνητο να πάμε παραλία. Μπαίνοντας στο μπαρ παρατήρησα πως δεν υπήρχαν και πολλές γνωστές φάτσες εκεί, η φίλη μου μόνο χαιρέτησε έναν γνωστό της που καθόταν με την παρέα του στο μπαρ. Δίπλα τους υπήρχαν δύο άδεια σκαμπό και έτσι καθίσαμε εκεί. Η Έλλη με σύστησε στον γνωστό της «Ο Θανάσης, η Μαρία». Ένα ξερό «χάρηκα» και αυτό ήταν. Δεν ήταν του τύπου μου.


Την στιγμή των συστάσεων, το ζευγάρι που ήταν η παρέα του σηκώθηκε να φύγει. Τότε πρόσεξα τον άντρα του ζευγαριού. Αυτός μάλιστα, πληρούσε όλες τις προϋποθέσεις για να είναι ο τέλειος άντρας, εμφανισιακά τουλάχιστον. Είχε όμως γυναίκα, σιγά που δεν θα είχε. Έφυγε αφήνοντας πίσω την υπέροχη μυρωδιά του και εγώ έμεινα να τον κοιτάζω καθώς έφευγε κάπως ζαλισμένη. «Μαράκι;» , ο μπάρμαν με επανέφερε στη πραγματικότητα, «Τι να σου βάλω να πιείς;»


«Μια μπύρα σε παρακαλώ, σε μεγάλο ποτήρι»


Δεν πρόλαβα να πιω δυο γουλιές από την μπύρα μου και ξαναμπήκε αυτός. «κάτι θα ξέχασε» σκέφτηκα. Ήρθε όμως και έκατσε. Χωρίς να το καταλάβουμε οι δύο παρέες έγιναν μία. Συστηθήκαμε από μόνοι μας.


«Είμαι ο Δημήτρης, εσύ;»


«Εγώ είμαι η Μαρία»


Φωτιές πετάχτηκαν στον αέρα, η ατμόσφαιρά γέμισε ηλεκτρισμό που μετά πέρασε μέσα από το κορμί μου για να με ταράξει ολόκληρη. Ήμουν σχεδόν σίγουρη ότι και αυτός ένιωθε ακριβώς το ίδιο με εμένα.


«Δεν σε έχω ξαναδεί εδώ Μαρία, πρώτη φορά έρχεσαι;»


«Μπα, συνέχεια εδώ ερχόμαστε, είναι το στέκι μας. Μάλλον εσύ δεν έρχεσαι πολύ συχνά»

«Αυτό είναι αλήθεια, βλέπεις λείπω λόγω δουλειάς, αλλά όταν είμαι στην πόλη, πάντα εδώ περνάω τα βράδια μου»

Μιλούσαμε για ώρες, χάσαμε την αίσθηση του χρόνου. Πάνω στην κουβέντα μου είπε για την κοπέλα που έφυγε μαζί της πριν. Ήταν η ξαδέρφη του, που απλά τη συνόδευε μέχρι την πιάτσα να πάρει ένα ταξί. Γελούσαμε, αγγίζαμε ο ένας τον άλλο, περνούσαμε υπέροχα. Είπαμε τα πάντα, από το πιο φαιδρό έως το πιο σπουδαίο για την ανθρωπότητα.

Εγώ τον κοιτούσα και δεν πίστευα ότι αυτός ο άνθρωπος ενδιαφέρεται για εμένα. Γιατί ήταν προφανές ότι τον ενδιέφερα, όλοι το είχαν καταλάβει, όχι μόνο εγώ. Ήταν υπέροχος. Τα μάτια του, τα χέρια του, η φωνή του. Αχ, αυτή η φωνή του, θα μπορούσα να τον ακούω με τις ώρες και να δεν είχε κάτι να μου πει θα τον έβαζα να επαναλαμβάνει το όνομα μου.

Πέρασε η ώρα χωρίς να το καταλάβουμε. Έπρεπε να φύγουμε. Προσφέρθηκε να με πάει σπίτι. Ήθελε να με ξανά δει αλλά έπρεπε να φύγει σε λίγες μέρες. Κανονίσαμε παρόλα αυτά να βρεθούμε μία μέρα πριν φύγει, μιας και τις άλλες μέρες είχε κάτι υποχρεώσεις.

Βρεθήκαμε σε μία μεγάλη παρέα, από την οποία μόνο αυτόν ήξερα, δηλαδή, αν το καλοσκεφτείς , ούτε αυτόν ήξερα. Ήπια με πολύ, πάρα πολύ. Η τεκίλα έρεε άφθονη στα ποτήρια και στο αίμα μας. Μέσα στη ζάλη μας ξεχάσαμε ότι δεν ήμασταν μόνοι. Άρχισε να μου χαϊδεύει τα Μαλλιά και ξαφνικά, εκεί που δεν το περίμενα με φίλησε με τόσο πάθος που κόντεψα να λιποθυμήσω. Η βραδιά τελείωσε μετά από λίγο. Τον αποχαιρέτησα με ένα τρυφερό φιλί. Μάλλον δεν θα τον ξαναέβλεπα. Θα επέστρεφε μετά από πολλούς μήνες. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα.

Πέρασαν οι μήνες χωρίς καμία επικοινωνία, μόνο με την γλυκιά ανάμνηση τον λίγων, αλλά τόσο έντονων στιγμών μας. Ήταν λίγες μέρες πριν την πρωτοχρονιά όταν τον είδα ξανά μπροστά μου.

Ταραχτήκαμε και οι δύο, χαιρετηθήκαμε αμήχανα. Αυτά που νιώθαμε μάλλον ήταν πιο δυνατά απ’ όσο νομίζαμε. Καθόμασταν σε διπλανές παρέες, δεν κοιτούσε ο ένας τον άλλον αλλά νοιώθαμε τόσο έντονα ο ένας την παρουσία του άλλου.

Κάποια στιγμή σηκώθηκε και ήρθε και κάθισε κοντά μου. Με κοιτούσε και έτρεμε ολόκληρος. Μου έπιασε τα χέρια.

«Συγνώμη»

«Για πιο πράγμα;»

«Που όλον αυτόν τον καιρό δεν προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί σου, αλλά έγιναν τόσα πολλά!»

«Δεν πειράζει, δεν υπάρχει λόγος να ζητάς συγνώμη» και προσπάθησα να σχηματίσω ένα χαμόγελο.

«Ξέρεις Μαρία, εγώ θα ήθελα πολύ να ήμαστε μαζί, αλλά οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν και είναι άδικο για εσένα.» Και όλα τα γνωστά και κοινότυπα που λένε οι άντρες. Πόσο καλό κορίτσι είμαι, ότι μου αξίζει κάτι καλύτερο και τέτοια. Εγώ όμως ποτέ δεν του ζήτησα εξηγήσεις.

Άλλα έλεγε το στόμα του και άλλα έλεγε το σώμα του. Δεν ήξερα τι από τα δύο έπρεπε να πιστέψω. Το χαμόγελο είχε παγώσει στο πρόσωπο μου και είχε αρχίσει να μουδιάζει το στόμα μου. Τα μάτια μου είχαν αρχίσει να καίνε. Φοβήθηκα ότι θα με έπαιρναν τα κλάματα. Ευτυχώς κάποιος από την παρέα μου με ρώτησε κάτι και αυτή η συζήτησε σταμάτησε εκεί.

Γύρισε στην παρέα του. Έπινε πολύ, το ίδιο και εγώ. Μετά από ώρες σηκώθηκε και έφυγε. Πέντε λεπτά αργότερα φύγαμε και εμείς. Πήγαμε στο μαγαζί που δούλευε η αδερφή μου, αλλά είχε μόλις φύγει γιατί ήταν αδιάθετη. Δεν πρόλαβα να παραγγείλω ποτό και χτύπησε το τηλέφωνο μου. Μήνυμα. Αυτός.

«Γιατί έφυγες, δεν πρόλαβα να σε χαιρετίσω και το ήθελα τόσο πολύ!!!»

Και εγώ με τη βοήθεια της τεκίλας απάντησα: «Αν το θες τόσο πολύ σε πέντε λεπτά μπορώ να είμαι εκεί για να μου πεις καληνύχτα»

«Το θέλω. Πάρα πολύ»

Σε πέντε λεπτά ήμουν εκεί και ήταν και αυτός εκεί και με περίμενε.

«Μην κάθεσαι, θα σε πάω στο σπίτι σου»

Φύγαμε.

Σταματήσαμε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού μου. Με κοίταξε στα μάτια έτσι όπως δεν με έχουν ξανακοιτάξει ποτέ. Χάιδεψε το πρόσωπό μου και με φίλησε με όλοι την τρυφερότητα του έρωτα. Έτρεμα αλλά έτρεμε και αυτός. Μ’ αγκάλιασε και ψιθύρισε ότι είναι ερωτευμένος.

Την άλλη μέρα εγώ έφυγα. Πήγα στους γονείς μου. Ήταν παραμονή πρωτοχρονιάς. Σκεφτόμουν όσα είχαν συμβεί και περίμενα την αλλαγή του χρόνου.

«5, 4, 3, 2, 1, καλή χρονιά!!!!»

Αγκαλιές, φιλιά, ευχές για ένα ευτυχισμένο χρόνο και μέσα σε όλη αυτή τη φασαρία χτύπησε και το τηλέφωνό μου. Η οθόνη έγραφε «Δημήτρης». Βγήκα έξω να του μιλήσω. Καθόμουν έξω στην κρύα νύχτα και του μιλούσα.

«Τι κάνεις τώρα;» με ρώτησε

«Είμαι έξω από το σπίτι και βλέπω κάτω μακριά τα φώτα της πόλης»

«Και εγώ το ίδιο κάνω, βλέπουμε το ίδιο πράμα, είναι σαν να είμαστε μαζί, ε;»

«Ναι, σαν να είμαστε μαζί»

«Μου λείπεις , καληνύχτα»

«Καληνύχτα»

Ήμουν ευτυχισμένη και ας ήξερα….

Ήταν η τελευταία φορά που μιλήσαμε.

Καλή χρονιά!!!!!!!!!

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ


Βαθιά, πολύ μέσα στο κέντρο της Γης υπάρχει ζωή, όχι σύμφωνα με τον Λιακόπουλο, αλλά σύμφωνα με την παράδοση. Τα πλάσματα που ζουν εκεί, είναι κάτι μικρά, μαύρα, σκανταλιάρικα πλασματάκια, τα γνωστά καλικατζαράκια.


Το μόνο πράμα που τους απασχολεί είναι πως θα καταστρέψουνε τον κόσμο. Και βρήκανε τον τρόπο. Να κόψουν το Δέντρο της Ζωής. Έτσι φτιάξανε ένα τεράστιο πριόνι. Πιάνονται οι μισοί από τη μία άκρη, οι άλλοι μισή από την άλλη και δωσ’ του πέρα δώθε μέχρι να κοπεί ο κορμός και να πέσει η Γη που στηρίζεται σε αυτόν. Όλη μέρα και όλη νύχτα αυτό κάνουν.

Λίγο πριν το τέλος, μερικές πριονιές ακόμα δηλαδή και πάει το δέντρο, ακούνε πολύ φασαρία από την επιφάνεια. Είναι παραμονή Χριστουγέννων και οι άνθρωποί είναι χαρούμενοι και γιορτάζουν. Τα καλικατζαράκια δεν μπορούν να αντισταθούν στην περιέργεια τους και βγαίνουν να δουν τι συμβαίνει.

Ζαλίζονται από τα φώτα και τις μυρωδιές και από τα στολίδια. Θέλουν να τα δούνε όλα, να τα γευθούνε όλα, να τα σπάσουν όλα! Ξεχνάνε και το πριόνι και το δέντρο και το καταχθόνιο σχέδιο τους. Ανεβαίνουν στην επιφάνεια της Γης και αρχίζει το πάρτι. Κρύβονται στην κρύα στάχτη του τζακιού, τρώνε τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, σπάνε τα στολίδια του δέντρου, τρομάζουν τα παιδιά, μιας και είναι οι μόνοι άνθρωποι που μπορούν να τα δουν και γελάνε με την καρδιά τους.


Δεν αντιμετωπίζονται ούτε με σταυρούς, ούτε με σκόρδα, ούτε με θυμιάματα, ούτε με ξεματιάσματα και ξόρκια. Μόνο ένας τρόπος υπάρχει να κρατηθούν τα καλικατζαράκια έξω από το σπίτι μας και την αποθήκη μας. Κρεμάμε στην είσοδο του σπιτιού και της αποθήκης ένα κόσκινο. Ναι, ένα κόσκινο. Αυτά τα πλάσματα κάτι παθαίνουν με το κόσκινο. Το πιάνουν στα χέρια τους και προσπαθούν να μετρήσουν τις τρύπες του και φυσικά δεν τα καταφέρνουν , μιας και μπερδεύονται στο μέτρημα και αρχίζουν πάλι από την αρχή. Αυτό τους παίρνει όλη την νύχτα. Φτάνει το πρωί και μιας και είναι πλάσματα που ζούνε μόνο στο σκοτάδι, πρέπει να πάνε να κρυφτούν σε κανένα λαγούμι. Έτσι γλιτώνουμε το σπίτι μας από τις ζημιές τους.


Αυτό το γλέντι των καλικάτζαρων κρατάει δώδεκα μέρες. Την ημέρα των Φώτων, όταν αγιάσει ο παπάς τα νερά, θα τρέξουν να χωθούν πάλι μέσα στην τρύπα τους. Εκεί τους περιμένει όμως μια μεγάλη έκπληξη. Το Δέντρο της Ζωής είναι εκεί άθικτο, σαν να μην το άγγιξε ποτέ το πριόνι τους. Και έτσι αρχίζει πάλι ο αγώνας τους και υπόσχονται πως δεν θα ξανανέβουν στην επιφάνεια της Γης μέχρι να πραγματοποιήσουν τον σκοπό τους, αλλά ποιος τους πιστεύει, σιγά μην κρατήσουν την υπόσχεση τους!!!


Καλά Χριστούγεννα σε όλους.

ΓΙΑΓΙΑ


Μέρος Πρώτο - Γιαγιά Άννα

Είμαι από τα παιδιά που είχαν την ευτυχία να μεγαλώσουν σε μία οικογένεια, στην οποία μπορούσαν και συνυπήρχαν τρεις γενιές ανθρώπων. Γιαγιά (ο παππούς μας άφησε νωρίς), μαμά, μπαμπάς και τρία παιδάκια (εγώ και τα αδέλφια μου δηλαδή). Μια παραδοσιακή Ελληνική οικογένεια.

Η γιαγιά ήταν αυτή που μας μεγάλωσε, μιας και οι γονείς δουλεύανε. Και τι καλά που το έκανε!!!!

Ακόμα θυμάμαι τα παραμύθια που μας έλεγε, για να μας κάνει να ξεχαστούμε και να ανοίξουμε το στόμα μας με έκπληξη και τότε εκείνη να βρει την ευκαιρία και να «χώσει» στο στόμα μας το κουτάλι με τον τραχανά. Θυμάμαι την μυρωδιά της και τα μαλακά της χέρια.

Φορούσε πάντα μαύρα, μιας και ήταν χήρα και δεν θα μπορούσε να φοράει τίποτε άλλο και φυσικά φορούσε και ένα μαντίλι στο κεφάλι της. Κάθε πρωί χτένιζε τα μακριά, κάτασπρα μαλλιά της, τα έπλεκε και τα έδενε ψηλά σε ένα περίτεχνο κότσο, τον οποίο έκρυβε με το μαντίλι της. Έδενε την ποδιά της (αυτήν που είχε για τις καθημερινές, γιατί για τις γιορτές είχε μία «καλή») ψηλά κάτω από το στήθος και ξεκινούσε τις δουλειές.

Πρώτα έπρεπε να ετοιμάσει εμάς για το σχολείο. Ζεστό, κατσικίσιο γάλα με ζυμωτό ψωμί, η γνωστή παπάρα, βλέπετε τα δημητριακά ολικής αλέσεως δεν ήταν και τόσο διάσημα τότε, ε, σε εμένα μπορεί να έβαζε και λίγη ζάχαρη με κακάο ή λίγο καφέ ελληνικό (δεν το έπινα το γάλα το σκασμένο). Μου χτένιζε τα μαλλιά , οι άλλοι μπορούσαν και μόνοι τους, εγώ ήμουν το μικρό, μας φιλούσε, μας σταύρωνε και έξω από την πόρτα.

Εκείνη μας μαγείρευε, έκανε υπέροχες πίτες, συμμάζευε το σπίτι, φρόντιζε τον κήπο και όταν όλα αυτά τελείωναν, κάθονταν στον καναπέ και μας περίμενε. Πάντα στο ίδιο μέρος, πάντα με την ίδια στάση και να πλέκει ατελείωτα μέτρα κλωστής σε ότι μπορείς να φανταστείς. Από σεμεδάκια μέχρι κουβέρτες και από κάλτσες για εμάς μέχρι φορέματα για τις κούκλες μας. Πραγματικά έργα τέχνης. Η προίκα μου.

Πόσο αγαπούσε να πλέκει. Μέχρι το τέλος των χρόνων της έπλεκε και όταν δεν έπλεκε διάβαζε. Μέχρι τώρα δεν έχω γνωρίσει κανέναν που να έχει διαβάσει περισσότερα βιβλία από την γιαγιά μου. Ούτε καθηγητής πανεπιστημίου σας λέω. Διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε, ξενυχτούσε κάθε βράδυ πάνω από κάποιο βιβλίο που οι σελίδες του έλιωναν από τα χρόνια και το ξεφύλλισμα. Μετά η υπόθεση του βιβλίου γινόταν το παραμύθι για εμάς. Για να καταλάβετε, εγώ τους «άθλιους» πρώτα τους άκουσα και μετά τους διάβασα. Και πάντα έλεγε «Να διαβάζετε πολλά εξωσχολικά βιβλία γιατί το διάβασμα ανοίγει το μυαλό». Φανταστείτε… αυτή η γυναίκα δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό.

Ήταν τόσο δυναμική γυναίκα. Με μια μορφή επιβλητική, που δεν περνούσε απαρατήρητη σε καμία περίπτωση. Ήταν μπαμπάτσικια γυναίκα, που λέμε και εμείς εδώ πάνω. Ψηλή, γεροδεμένη, παχουλή, με τα πιο υπέροχα μάγουλά για φιλιά και την πιο μεγάλη αγκαλιά. Αχ! Αυτή η αγκαλιά, πόσες φορές με πήρε ύπνος εκεί. Η αγκαλιά της ήταν σαν το πιο μαλακό σύννεφο, ένιωθες να βουλιάζεις στην ασφάλεια της. Πόσο μου λείπει μερικές φορές αυτό.

Δεν θα ξεχάσω πότε την φωνή της, όταν έβγαινε να με «μαζέψει» από το παιχνίδι. Αυτό το «Μαρία» ακουγόταν σε όλο το χωρίο, μια, δυο, τρεις, μέχρι να εμφανιστώ. Και αν έκανα καμία ζαβολιά…. μου τις έβρεχε κιόλας. Κοκκίνιζαν τα μπούτια μου από τις ξυλιές και μετά μου έπαιρνε παγωτό.

Πολλές φορές, όταν ήμουν παιδί, πίστευα πως αγαπούσε τα ξαδέρφια μου περισσότερο από εμάς. Μεγαλώνοντας όμως κατάλαβα ότι αυτό ήταν μεγάλο ψέμα. Εκείνα απλά τα λαχταρούσε γιατί δεν τα έβλεπε, όχι ότι δεν τα αγαπούσε, εμάς όμως μας λάτρευε. Εμείς ήμασταν οικογένεια, οι άλλοι ήταν συγγενείς.

Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια που η γιαγιά μου μας άφησε, όταν πάω στο πατρικό μου και μπαίνω στο δωμάτιο της, νιώθω ακόμα την μυρωδιά της στον χώρο. Τα ρούχα της και τα βιβλία της είναι ακόμα εκεί. Εκεί η ραπτομηχανή της περιμένει κάποιον να λαδώσει τα γρανάζια της και να ξεκινήσει να ενώνει υφάσματα με μια γερή ραφή.

Τώρα που μεγάλωσα κατάλαβα την πραγματική αξία της γιαγιάς μου μέσα στο σπίτι. Όσο δύσκολο να φαντάζει μερικές φορές, για τους περισσότερους από εμάς στις μέρες μας, εμένα, νομίζω, με βοήθησε να είμαι πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος, κυρίως συναισθηματικά. Έτσι και αλλιώς η αγάπη δεν έβλαψε ποτέ κανέναν και όσο πιο πολύ έχουμε τόσο το καλύτερο.


Υ.Γ.

Μακάρι να μπορούσα να μεταφέρω όλα αυτά που νιώθω στο «χαρτί» με λόγια όμορφα και σωστό συντακτικό, δυστυχώς όμως το συγγραφικό μου επίπεδο δεν είναι τόσο υψηλό. Ότι γράφω όμως είναι μέσα από την καρδιά μου, εξάλλου τα καλύτερα πράγματα είναι και τα πιο απλά, έτσι δεν λένε;

Ευχαριστώ πολύ για την κατανόηση!!!!

Ο ΠΙΤΕΡ ΠΑΝ ΕΦΥΓΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΧΩΡΑ ΤΟΥ ΠΟΤΕ



"Θα νιώσω απόλυτη ευτυχία τη στιγμή που θα χρειαστεί να αποχωρήσω από τον μάταιο τούτο κόσμο και κάνοντας ένα φλας μπακ πίσω μου και θα νιώσω πως φεύγω τη σωστή στιγμή, χωρίς απωθημένα και χωρίς ανεκπλήρωτους πόθους"...
Κωνσταντίνος Παπαχρόνης


Ένα πραγματικά πολύ μεγάλο ταλέντο έφυγε από κοντά μας τόσο ξαφνικά. Αναφέρομαι στο Κώστα Παπαχρόνη πού χθες σκοτώθηκε σε ένα τροχαίο που έγινε στην Αθήνα.
Πραγματικά δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μου. Ήμουν μεγάλη του θαυμάστρια, από το Λύκειο ακόμα. Πρώτη φορά τον είδα σε μία εκδήλωση του Σχολείου. Είχε ανέβει στην σκηνή για να τραγουδήσει. Υπέροχος. Μακριά μαλλιά, μαύρη ζιβάγκο μπλούζα και μια κιθάρα….
Πάντα στις σχολικές γιορτές εκείνη την χρονιά, περιμέναμε πως και πώς να ανέβει ο Κώστας στην σκηνή και να την γεμίσει. Δυστυχώς τον πρόλαβα μόνο μία χρονιά στο σχολείο.
Και μετά, όταν πέρασε στην δραματική σχολή, όλοι ήμασταν στο σχολείο πολύ περήφανοι, γιατί πιστεύαμε στο ταλέντο του πολύ. Και πραγματικά χαιρόμασταν που είχαμε την τύχη να τον γνωρίζουμε και ας μην μας ήξερε αυτός. Μετά ήρθε το θέατρο, λίγη τηλεόραση και ο κινηματογράφος.
Έχει συμμετάσχει στις εξής παραστάσεις: - Π. Μάρμπερ: Ο Δον Ζουάν στο Σόχο, σκην.: Κ. Μαρκουλάκης, Θέατρο Χώρα, 2007-2008.- Φ. Ντοστογιέφσκι: Δαίμονες και Δαιμονισμένοι, σκην.: Μάγια Λυμπεροπούλου, Φεστιβάλ Αθηνών, 2007.- Ουίλλιαμ Σαίξπηρ: Οθέλλος, σκην.: Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, Θέατρο του Νέου Κόσμου, 2006.- Βασίλης Κατσικονούρης: Το γάλα, σκην.: Νίκος Μαστοράκης, Εθνικό Θέατρο, 2006 & 2007.- Τζον Κάμερον Μίτσελ: Hedwig and the angry inch, σκην.: Εβελίνα Παπούλια, Club 22, 2006- Γκαίτε: Clavigo, σκην.: Γιάννης Χουβαρδάς, Θέατρο Αμόρε, 2005.- Λούκας Μπέρφους: Τέσσερις Εικόνες Αγάπης, σκην: Γιάννης Μόσχος, Θέατρο Αμόρε, 2004-2005.- Πατρίτσια Χάισμιθ: Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϊ, Διασκευή: Φίλις Νέιτζι, σκην.: Βασίλης Μυριανθόπουλος, Θέατρο Επί Κολωνώ, 2003-2004.- Σαμ Σέπαρντ: Το δόντι του εγκλήματος, σκην.: Μαριτίνα Πάσσαρη, Κ.Θ.Β. Ε. 2002-2003.- Ευριπίδης: Ηρακλής, σκην.: Αντρέι Σερμπάν, Κ.Θ.Β.Ε., 2002. - Χειμωνιάτικο ταξίδι, Σύλληψη – σκηνοθεσία: Κωνσταντίνος Ρήγος: Κ.Θ.Β.Ε., 2002-2003- Αλεξάντρ Μπρεφφόρ – Μαργκερίτ Μονό: Γλυκιά μου Ίρμα, σκην.: Πέρης Μιχαηλίδης, Κ.Θ.Β. Ε. 2001-2002.Έλαβε μέρος στην κινηματογραφική ταινία Ο καλύτερος μου φίλος σε σκηνοθεσία Γ. Λάνθιμου (2001) και σε αρκετές τηλεοπτικές σειρές: Πάλι από την αρχή (2006), Mωβ-Ροζ (2005) Έτσι ξαφνικά ( 2004), Σχεδόν ποτέ (2003) Βαθύ κόκκινο (2001).Τιμήθηκε με Α’ βραβείο ανδρικής ερμηνείας από το περιοδικό «Αθηνόραμα» για την παράσταση Το γάλα που παρουσιάστηκε από το Εθνικό Θέατρο.Η τελευταία του εμφάνιση στο θέατρο ήταν στην παράσταση του έργου Το ξύπνημα της άνοιξης του ΦρανΚ Βέντεκιντ σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη στο Εθνικό Θέατρο.

H ανακοίνωση του Εθνικού Θεάτρου
Σύσσωμο το Εθνικό Θέατρο πενθεί για την αιφνίδια και τραγική απώλεια του ηθοποιού Κωνσταντίνου Παπαχρόνη. Εκφράζουμε την οδύνη και τα θερμά μας συλλυπητήρια στην οικογένειά του.
Οι παραστάσεις του έργου Το ξύπνημα της άνοιξης, που παρουσιάζεται στο Σύγχρονο Θέατρο Αθήνας και στο οποίο ο Κωνσταντίνος πρωταγωνιστούσε, ακυρώνονται μέχρι τουλάχιστον και την Παρασκευή. Θα ακολουθήσει ειδική ανακοίνωση του Εθνικού Θεάτρου για τον χρόνο επανέναρξής τους.
Γράμμα στο Κωνσταντίνο Παπαχρόνη από τους συνεργάτες του - φίλους του, της τελευταίας του κινηματογραφικής δουλειάς «Σκλάβοι στα Δεσμά τους»
«Φίλε μας Κωνσταντίνε Παπαχρόνη, πάντα μας αιφνιδίαζες με τη λάμψη σου, την παρουσία σου και την ερμηνεία σου. Αυτή την φορά όμως, αιφνιδίασες οδυνηρά... Ένας νέος άνθρωπος μόλις 31 ετών, πολύπλευρος και μεγάλος καλλιτέχνης της γενιάς του, ο συμπρωταγωνιστής των «Σκλάβων στα Δεσμά τους», ήταν πέρα από όλα ένας υπέροχος φίλος, ερμηνευτής, συνεργάτης, ένας ακόμα από την ομάδα μας που, όλοι μαζί με μια ψυχή, παλέψαμε για το όνειρο της ταινίας μας. Έφυγες άδικα, Κωνσταντίνε, σε συνοδεύει όμως η αγάπη μας στο ταξίδι σου και θα σ΄ έχουμε ανάμεσα μας για πάντα, μέσα από την ταινία και όλα τα όμορφα που περάσαμε μαζί».

Και έφυγε τόσο, μα τόσο νωρίς. Σαν την αδερφή του και αυτός. Για να είναι πάντα νέοι και όμορφοι.