Πως άδειασε έτσι η αγορά των Ποιητών;


Κάποτε έτσι μου ‘λεγε η γιαγιά- πολύ παλιά, τον κόσμο αυτόν τον κυβερνούσαν Ποιητές. Όταν μιλούσαν, ο Λόγος τους κυλούσε σαν γάργαρος ποταμός, βουτούσε βαθιά στις ψυχές των ανθρώπων και έβγαινε ήλιος κόκκινος, γεμάτος μυρωδιές ανοιξιάτικες, ακόμη και καταχείμωνο και μουσική που καταλάγιαζε το κλάμα των παιδιών και την οργή των μεγάλων. Ήταν άνθρωποι σοφοί, με γνώσεις χιλιάδων ετών και ψυχή αγνή, σαν να ήταν νεογέννητοι.
Μπορεί όλων και να είναι παραμύθι. Ένα από κείνα τα παραμύθια που σκαρφίζονται οι γιαγιάδες, για να μας προφυλάξουν από τον κόσμο που τις γέμισε ρυτίδες.
Κάποτε, λέει, κυβερνούσαν τους λαούς οι Ποιητές! Και είχαν μια Σκέψη-μήτρα, μαλακή σαν κοιλιά, που γεννούσε αδιάκοπα τέτοιο Λόγο. Κι αυτός γεννούσε Λέξεις μυρωμένες, που έκαναν τους ανθρώπους πιο ανθρώπους.
Κάποτε κυβερνούσαν οι Ποιητές, αλλά τόσο παλιά, που κανείς πια δεν θυμάται. Ούτε οι ίδιοι οι Ποιητές. Ο Λόγος τους στριμώχτηκε σε μικρά βιβλιαράκια, που τα ψάχνουν μόνο μανιώδεις συλλέκτες, ελπίζοντας να τα εξαργυρώσουν σε ένα περίεργο χρηματιστήριο. Οι Ποιητές έμειναν πίσω και ο Λόγος τους, που είχε Λέξεις μυρωμένες, έπαψε να ακούγεται στην αγορά.
Τη θέση τους την πήραν κάποιοι, με σκέψη τόσο στεγνή, που κανείς δεν μπορούσε να χαράξει πάνω της μουσική και μυρωδιές. Για αυτό και ο λόγος τους ήταν άλογος, με σιδερένιες οπλές. Δεν μπορούσε να γεννήσει λέξεις, παρά αριθμούς, που χτυπούσαν σαν βόλια την ψυχή και το μυαλό των ανθρώπων και τους έκαναν λιγότερο ανθρώπους.
Έτσι, η ζωή άρχισε να μυρίζει θάνατο πριν καν γεννηθεί και τον θάνατο τον γεννούσαν άνθρωποι, που κανείς δεν θυμάται πως έγιναν υπεράνθρωποι.
Κάποιοι είπαν πως αυτούς τους υπεράνθρωπους τους γεννήσαμε εμείς, όταν πάψαμε να μαζευόμαστε στην αγορά για να ακούμε τους Ποιητές. Γιατί, λένε, ξεγελαστήκαμε με κάλπικες μουσικές και μυρωδιές πλαστικές και πάψαμε να μιλάμε με Λέξεις.
Άλλοι πάλι λένε, πως όποιος έχει ακούσει μια φορά το Λόγο, δεν μπορεί να ξεγελαστεί, παρά εύκολα ξεχωρίζει τον άλογο λόγο των υπεράνθρωπων.
-Αλλά, αν έτσι είναι, γιαγιά, γιατί είναι άδειες οι αγορές των Ποιητών; Γιατί δεν μπορούμε πια να μιλάμε με Λέξεις, παρά να ψελλίζουμε αριθμούς;
Δεν απάντησε. Έσκυψε πάνω στο παραμύθι της Κοκκινοσκουφίτσας και του Κακού Λύκου και χάθηκε μέσα στο σκοτάδι του δάσους.
Έξω, μακριά, έπεφταν βόμβες. Αν σκεπαστώ με την κουβέρτα, άραγε θα γλιτώσω; Δεν πρόλαβα να ρωτήσω. Και στην αγορά δεν υπήρχαν πια Ποιητές να με βοηθήσουν…

Από μία εφημερίδα που δυστυχώς δεν υπάρχει πια «Δελτίο Θυέλλης». Ήταν από ανακυκλωμένο χαρτί και διανέμονταν δωρεάν, οι άνθρωποι δούλευαν εκεί εθελοντικά και έγραφαν για την ειρήνη, τη οικολογία, τον άνθρωπο και όλα αυτά τα ποταπά που δεν ενδιαφέρουν τους χορηγούς και αυτούς που θέλουν να διαφημιστούν κάπου.
Λυπάμαι μόνο που δεν συγκράτησα το όνομα του συγγραφέα του… ελπίζω να με συγχωρήσει.

2 σχόλια:



SummerDream είπε...

Κάποτε κυβερνούσαν οι ποιητές, ενώ σήμερα οι κυβερνήτες ποιούν το μέγιστο κακό για όποιον θέλει να είναι άνθρωπος.

mariw είπε...

Και το χειρότερο, τα πράττουν στο όνομα της αγάπης και της ασφάλειας.
“What more in the name of love?” που λέει και το τραγούδι.