ΓΙΑΓΙΑ

Μέρος 2ο – Γιαγιά Μαρία

Μια φορά κι έναν καιρό, όχι τα πολύ παλιά χρόνια, πάνω στον Όλυμπο, σε ένα μικρό, μεγάλο χωριό ζούσε μια σπουδαία γυναίκα. Το όνομά της ήταν Μαρία αλλά όλοι εκεί πάνω την φώναζαν Μαρίκα. Δυναμική γυναίκα, μπροστάρισσα, η ψυχή του χωριού.
Πρώτη στο χορό και το τραγούδι, πρώτη και στη δουλειά. Δεν λογάριαζε τίποτα. Μεγάλωνε τα παιδιά της και δούλευε σκληρά σαν άντρας.
Λίγο πριν φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί, της πήραν τον άντρα και τον έβαλαν φυλακή. Ήταν έγκλημα εκείνα τα χρόνια να είναι κάποιος αριστερός και μάλιστα υπολογίσιμος από τον περίγυρο του. Πέντε χρόνια μετά εκείνος γύρισε γεμάτος σημάδια στο κορμί και ένα τσουβάλι εφιάλτες φορτωμένο στην πλάτη του που δεν μπόρεσε να αφήσει μέχρι την μέρα που πέθανε.
Εκείνη βράχος, να δουλεύει, να μεγαλώνει τα παιδιά της και να προσπαθεί να γιατρέψει της πληγές του άντρα της.
Μεγάλωσαν τα παιδιά της, κάνανε τις οικογένειες τους, έφυγε και ο άντρας της και έμεινε μόνη στο πέτρινο σπιτάκι της. Ακόμα και τότε δεν σταμάτησε να δουλεύει. Στις ελιές, στα αμπέλια, στα ξύλα. Ήταν ανεξάρτητη, δεν ήθελε να γίνει βάρος σε κανέναν. Μπορούσε να φροντίσει τον εαυτό της μόνη της και να φροντίζει να γεμίζει με καλούδια και τα παιδιά της. Ήταν περήφανος άνθρωπος. Λεβεντιά σωστή.
Μια γνήσια Βλάχα. Με το τσεμπέρι της, την ποδιά της με τα όλα της. Έφτιαχνε την καλύτερη μπομπότα, στο πανηγύρι στο χωριό οι πίτες της έπαιρναν πάντα το πρώτο βραβείο και το γλυκό καρυδάκι που έφτιαχνε ήταν το καλύτερο που μπορεί να υπάρξει. Τραγούδησε και χόρεψε ακόμα και στο μέγαρο μουσικής, μπροστά σε κάποιους από του σπουδαιότερους ανθρώπους της χώρας.
Το σπίτι της μοσχοβολούσε τσάι του βουνού, σαλέπι και κανέλα και ήταν πάντα ανοιχτό για όλο τον κόσμο. Την αγαπούσαν όλοι, μεγάλοι, νέοι και παιδιά. Αυτήν είχε μια καλή κουβέντα για όλους και βοηθούσε τους πάντες.
Αν ζούσε σε άλλη εποχή θα ήταν η Μπουμπουλίνα. Καπετάνισσα, αρχηγός της επανάστασης. Δεν φοβόταν τίποτα, μπορούσε να παλέψει και με δέκα άντρες αν τη πρόσβαλαν ή αν την αδικούσαν. Δεν της φαινόταν, μιας και ήταν μια σταλιά αλλά η γροθιά της ήταν ατσάλι.
Ήταν ο πιο διακριτικός άνθρωπος που υπήρξε ποτέ. Δεν ενόχλησε ποτέ κανέναν, δεν έγινε βάρος ποτέ σε κανέναν. Ακόμα και όταν αποφάσισε να φύγει για πάντα, τα κανόνισε έτσι ώστε να μην παιδέψει κανέναν. Έδωσε χρόνο στους δικούς της να μαζευτούν, όσο μακριά και αν ήταν. Τους προετοίμασε για την «αναχώρηση» και έτσι απλά και αθόρυβα έφυγε. Για άλλη μια φορά είχε γύρω της τα παιδιά της, τα εγγόνια της, τα δισέγγονα της και όλο τον κόσμο που τόσο πολύ την αγαπούσε. Κάποιος είπε: «Τώρα ερήμωσε το χωριό Μαρίκα, τώρα που έφυγες εσύ».
Η αλήθεια είναι ότι σε εμάς πια το χωριό μοιάζει έρημο χωρίς τη γιαγιά. Και είναι πολύ παράξενο να είμαστε στο σπίτι της και να μην είναι αυτή εκεί.
Πριν ένα χρόνο ακριβώς ήταν η πρώτη φορά που μας έκανε όλους να κλάψουμε. Και από τότε μας λείπει τόσο μα τόσο πολύ…

3 σχόλια:



SummerDream είπε...

Είσαι τυχερή που είχες μια γιαγιά να θυμάσαι τώρα τόσο γλυκά. Εγώ ανήκω στους ανθρώπους που δεν γνώρισε "γιαγιά" υπό αυτή την έννοια, για να'χω να μνημονεύω. Μόνο τον έναν παππού θυμάμαι, που μπορεί να ήταν παράξενος και γκρινιάρης, είχε καρδιά μικρού παιδιού!

Να τη θυμάσαι έτσι και πάντα την γιαγιά σου!

Καλημέρα.

JK O SΚΡΟΥΤΖΑΚΟS είπε...

ΕΙΣΑΙ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΥΧΕΡΕΣ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕΣ ΑΥΤΗ ΤΗ ΓΛΥΚΙΑ ΓΙΑΓΙΑ ΣΟΥ.ΟΛΕΣ ΕΙΝΑΙ ΓΛΥΚΙΕΣ.

mariw είπε...

Πράγματι είμαι πολύ τυχερή γιατί γνώρισα δύο υπέροχες γιαγιάδες με δύο τόσο μα τόσο διαφορετικούς χαρακτήρες, το μόνο κοινό που είχαν ήταν ο δυναμισμός που τις διέκρινε και τις δύο.
Μακάρι να θυμόμουν και καλύτερα τους παππούδες μου, αυτούς απλά τους έχω στο μυαλό μου σαν εικόνα θολή από όνειρο. Πιο πολύ θυμάμαι την αίσθηση που μου άφηνε η παρουσία τους και την μυρωδιά τους. Πόσο πολύ ζήλευα τα παιδιά στη γειτονιά που είχαν και παππού.