ΓΙΑΓΙΑ


Μέρος Πρώτο - Γιαγιά Άννα

Είμαι από τα παιδιά που είχαν την ευτυχία να μεγαλώσουν σε μία οικογένεια, στην οποία μπορούσαν και συνυπήρχαν τρεις γενιές ανθρώπων. Γιαγιά (ο παππούς μας άφησε νωρίς), μαμά, μπαμπάς και τρία παιδάκια (εγώ και τα αδέλφια μου δηλαδή). Μια παραδοσιακή Ελληνική οικογένεια.

Η γιαγιά ήταν αυτή που μας μεγάλωσε, μιας και οι γονείς δουλεύανε. Και τι καλά που το έκανε!!!!

Ακόμα θυμάμαι τα παραμύθια που μας έλεγε, για να μας κάνει να ξεχαστούμε και να ανοίξουμε το στόμα μας με έκπληξη και τότε εκείνη να βρει την ευκαιρία και να «χώσει» στο στόμα μας το κουτάλι με τον τραχανά. Θυμάμαι την μυρωδιά της και τα μαλακά της χέρια.

Φορούσε πάντα μαύρα, μιας και ήταν χήρα και δεν θα μπορούσε να φοράει τίποτε άλλο και φυσικά φορούσε και ένα μαντίλι στο κεφάλι της. Κάθε πρωί χτένιζε τα μακριά, κάτασπρα μαλλιά της, τα έπλεκε και τα έδενε ψηλά σε ένα περίτεχνο κότσο, τον οποίο έκρυβε με το μαντίλι της. Έδενε την ποδιά της (αυτήν που είχε για τις καθημερινές, γιατί για τις γιορτές είχε μία «καλή») ψηλά κάτω από το στήθος και ξεκινούσε τις δουλειές.

Πρώτα έπρεπε να ετοιμάσει εμάς για το σχολείο. Ζεστό, κατσικίσιο γάλα με ζυμωτό ψωμί, η γνωστή παπάρα, βλέπετε τα δημητριακά ολικής αλέσεως δεν ήταν και τόσο διάσημα τότε, ε, σε εμένα μπορεί να έβαζε και λίγη ζάχαρη με κακάο ή λίγο καφέ ελληνικό (δεν το έπινα το γάλα το σκασμένο). Μου χτένιζε τα μαλλιά , οι άλλοι μπορούσαν και μόνοι τους, εγώ ήμουν το μικρό, μας φιλούσε, μας σταύρωνε και έξω από την πόρτα.

Εκείνη μας μαγείρευε, έκανε υπέροχες πίτες, συμμάζευε το σπίτι, φρόντιζε τον κήπο και όταν όλα αυτά τελείωναν, κάθονταν στον καναπέ και μας περίμενε. Πάντα στο ίδιο μέρος, πάντα με την ίδια στάση και να πλέκει ατελείωτα μέτρα κλωστής σε ότι μπορείς να φανταστείς. Από σεμεδάκια μέχρι κουβέρτες και από κάλτσες για εμάς μέχρι φορέματα για τις κούκλες μας. Πραγματικά έργα τέχνης. Η προίκα μου.

Πόσο αγαπούσε να πλέκει. Μέχρι το τέλος των χρόνων της έπλεκε και όταν δεν έπλεκε διάβαζε. Μέχρι τώρα δεν έχω γνωρίσει κανέναν που να έχει διαβάσει περισσότερα βιβλία από την γιαγιά μου. Ούτε καθηγητής πανεπιστημίου σας λέω. Διάβαζε, διάβαζε, διάβαζε, ξενυχτούσε κάθε βράδυ πάνω από κάποιο βιβλίο που οι σελίδες του έλιωναν από τα χρόνια και το ξεφύλλισμα. Μετά η υπόθεση του βιβλίου γινόταν το παραμύθι για εμάς. Για να καταλάβετε, εγώ τους «άθλιους» πρώτα τους άκουσα και μετά τους διάβασα. Και πάντα έλεγε «Να διαβάζετε πολλά εξωσχολικά βιβλία γιατί το διάβασμα ανοίγει το μυαλό». Φανταστείτε… αυτή η γυναίκα δεν είχε τελειώσει ούτε το δημοτικό.

Ήταν τόσο δυναμική γυναίκα. Με μια μορφή επιβλητική, που δεν περνούσε απαρατήρητη σε καμία περίπτωση. Ήταν μπαμπάτσικια γυναίκα, που λέμε και εμείς εδώ πάνω. Ψηλή, γεροδεμένη, παχουλή, με τα πιο υπέροχα μάγουλά για φιλιά και την πιο μεγάλη αγκαλιά. Αχ! Αυτή η αγκαλιά, πόσες φορές με πήρε ύπνος εκεί. Η αγκαλιά της ήταν σαν το πιο μαλακό σύννεφο, ένιωθες να βουλιάζεις στην ασφάλεια της. Πόσο μου λείπει μερικές φορές αυτό.

Δεν θα ξεχάσω πότε την φωνή της, όταν έβγαινε να με «μαζέψει» από το παιχνίδι. Αυτό το «Μαρία» ακουγόταν σε όλο το χωρίο, μια, δυο, τρεις, μέχρι να εμφανιστώ. Και αν έκανα καμία ζαβολιά…. μου τις έβρεχε κιόλας. Κοκκίνιζαν τα μπούτια μου από τις ξυλιές και μετά μου έπαιρνε παγωτό.

Πολλές φορές, όταν ήμουν παιδί, πίστευα πως αγαπούσε τα ξαδέρφια μου περισσότερο από εμάς. Μεγαλώνοντας όμως κατάλαβα ότι αυτό ήταν μεγάλο ψέμα. Εκείνα απλά τα λαχταρούσε γιατί δεν τα έβλεπε, όχι ότι δεν τα αγαπούσε, εμάς όμως μας λάτρευε. Εμείς ήμασταν οικογένεια, οι άλλοι ήταν συγγενείς.

Ακόμα και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια που η γιαγιά μου μας άφησε, όταν πάω στο πατρικό μου και μπαίνω στο δωμάτιο της, νιώθω ακόμα την μυρωδιά της στον χώρο. Τα ρούχα της και τα βιβλία της είναι ακόμα εκεί. Εκεί η ραπτομηχανή της περιμένει κάποιον να λαδώσει τα γρανάζια της και να ξεκινήσει να ενώνει υφάσματα με μια γερή ραφή.

Τώρα που μεγάλωσα κατάλαβα την πραγματική αξία της γιαγιάς μου μέσα στο σπίτι. Όσο δύσκολο να φαντάζει μερικές φορές, για τους περισσότερους από εμάς στις μέρες μας, εμένα, νομίζω, με βοήθησε να είμαι πιο ολοκληρωμένος άνθρωπος, κυρίως συναισθηματικά. Έτσι και αλλιώς η αγάπη δεν έβλαψε ποτέ κανέναν και όσο πιο πολύ έχουμε τόσο το καλύτερο.


Υ.Γ.

Μακάρι να μπορούσα να μεταφέρω όλα αυτά που νιώθω στο «χαρτί» με λόγια όμορφα και σωστό συντακτικό, δυστυχώς όμως το συγγραφικό μου επίπεδο δεν είναι τόσο υψηλό. Ότι γράφω όμως είναι μέσα από την καρδιά μου, εξάλλου τα καλύτερα πράγματα είναι και τα πιο απλά, έτσι δεν λένε;

Ευχαριστώ πολύ για την κατανόηση!!!!

1 σχόλια:



Σουζάνα Xατζηνικολάου είπε...

Aκριβώς Μαρία μου, η αγάπη δεν έβλαψε ποτέ κανέναν...
Ήσουν πολύ τυχερή που γνώρισες τη γιαγιά σου και που ήταν τόσο καλή και γλυκιά. Είναι πολύ όμορφο πράγμα να διδάσκεται κανείς από την προηγούμενη γενιά και να παίρνει έτσι εφόδια για το δικό του μέλλον.
Με συγκίνησες πραγματικά.